Η ποντιακή λύρα είναι έγχορδο μουσικό λαϊκό όργανο το οποίο παίζεται κυρίως από Έλληνες του Πόντου. Το όργανο ανήκει στην κατηγορία των εγχόρδων τοξοτών μουσικών οργάνων, δηλαδή, τον εγχόρδων (μουσικών οργάνων με χορδές) που χειρίζονται με τόξο (κοινώς δοξάρι, ποντιακά: τοξάρ).
Συνήθως, παίζεται με συνοδεία άλλου ενός οργάνου (Συνήθως νταούλι). Το μήκος του κυμαίνεται από 55 μέχρι 60 εκατοστά. Ακόμη, τα όργανα αυτά, διαθέτουν χορδοστάτη (Χορδοδέτη), αλλά, δυστυχώς, δεν δεν διαθέτουν πάνω χορδοστάτη, αλλά διαθέτουν γραβάτα (ταστιέρα) ποντιακή λύρα είναι ένα τρίχορδο πλήρες μουσικό όργανο στη κατηγορία του και για τους σκοπούς που χρησιμοποιείται.
Χορδίζεται «κατά τέταρτα» και συνοδεύει τραγούδι και χορό. Διακρίνεται από τη μοναδικότητα της φιαλόσχημης μορφής του με μακρύ λαιμό και στενόμακρο ηχείο, που φέρεται να μην έχει αλλάξει από την πρώτη του εμφάνιση. Κατά κανόνα ο τρόπος χειρισμού, παιξίματός της παρουσιάζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης.
Κατά τη χρήση του οργάνου ο Πόντιος λυράρης παίζει τη λύρα είτε όρθιος είτε καθιστός. Συχνότερα όμως βρίσκεται στη μέση του κυκλικού χορού παίζοντας εύθυμα και διεγείροντας τους χορευτές.
Για την καταγωγή της ποντιακής λύρας σημαντικές πληροφορίες έχει δώσει ο Γάλλος μουσικοσυνθέτης και ιστορικός μουσικός Βιντάλ Λουΐ Αντουάν (Vidal Luis Antoine) ο οποίος στο σπουδαίο τρίτομο έργο του έχει συμπεριλάβει κατασκευές μουσικών οργάνων σχεδόν όλων των ιστορικών περιόδων όπως επίσης και σπουδαίους μουσικούς εκτελεστές (οργανοπαίκτες).
Ειδικότερα για την ποντιακή λύρα την παρομοιάζει με τα έγχορδα μουσικά όργανα της Δύσης (Ευρώπης) όπως π.χ. με το Ποκέτ (Pochette) της Γαλλίας και το Κιτ (Kit) της Αγγλίας που από τον 16ο αιώνα μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα ήταν τα κατ΄ εξοχή μουσικά όργανα χορού, δίνοντας πρόσθετη πληροφορία ότι η τριγωνική κεφαλή της ποντιακής λύρας έχει θρησκευτικό χαρακτήρα που συμβολίζει την Αγία Τριάδα.
Ένας άλλος επίσης σπουδαίος μουσικός ερευνητής βαθύς γνώστης, δάσκαλος και συγγραφέας της αρχαιοελληνικής, βυζαντινής και δυτικής (ευρωπαϊκής) μουσικής είναι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του Δυρραχίου που καταγόταν από τη Μάδυτο. Ο Χρύσανθος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι από τα μέσα του 15ου αιώνα υφίστανται τριών ειδών λύρεςη τρίχορδη λύρα, η οποία ήταν αποκλειστικό μουσικό όργανο των Ελλήνων του Πόντου.
η τετράχορδη λύρα, που αναπτύχθηκε στη Δύση και ονομάστηκε βιολί, και
Ποντιακή λύρα – Κεμεντσές
Οι χορδές, (τρεις), που στερεώνονται στο παληκάρ και, όπου μέσα από τις τρεις οπές του που βρίσκονται στο πάνω μέρος του, φέρονται πάνω από τις εγκοπές του καβαλάρη και καταλήγουν στα ωτία, απ΄ όπου γίνεται η διαδικασία του χορδίσματος (και όχι κουρδίσματος που λανθασμένα έχει επικρατήσει). Από το σημείο του καβαλάρη οι χορδές στην οριζόντια όψη τους ισαπέχουν μεταξύ τους μέχρι το λαιμό όπου αρχίζουν ελαφρά να συγκλίνουν πάνω από το κέντρο της γλώσσας καταλήγοντας στα ωτία.
Οι χορδές φέρουν τις ονομασίες “ζιλλ”, “μεσαία” και “καπάν” και χορδίζονται άλλοτε σε ψηλό τόνο λεγόμενο “ζίλια” και άλλοτε σε χαμηλό, λεγόμενο “καπάνια”. Οι χορδές της ποντιακής λύρας μέχρι το 1920 ήταν από μετάξι και παρήγαν ωραίο μελωδικό πλην όμως χαμηλό ήχο. Σήμερα οι χορδές είναι μεταλλικές σε τόνους λα, μι και σι.
Η κατασκευή του τοξαριού πρέπει να είναι αρκετά προσεγμένη δεδομένου ότι αποτελεί το άλφα και το ωμέγα ως εργαλείο του λυράρη.
Ειδικά για τον Πόντιο λυράρη που μπορεί να το χειριστεί με αφάνταστη αριστοτεχνική μαεστρία και με ταχύτητα που μπορεί να φθάσει και στις επτά τοξαριές το δευτερόλεπτο.
Συνηθέστερο υλικό κατασκευής του σκάφους της ποντιακής λύρας είναι το ξύλο κοκκύμελου (άγριο τζάνερο), καθώς και τουτ (μουρνιά), ή καρυδιάς κ.ά., ενώ του καπακιού το ξύλο πεύκου.
Η κατεύθυνση των νερών του ξύλου του καπακιού, το οποίο κατασκευάζεται σχεδόν πάντα από έλατο, είναι κάθετη και το καπάκι τοποθετείται διαφορετικά ανάλογα με τον λυράρη (κεμεντζετσή) εάν αυτός είναι αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας, καθώς η πυκνότητα των αυξητικών δακτυλίων (νερών) διαφοροποιείται από την μία στην άλλη πλευρά (τα πυκνά νερά στην ψιλή χορδή).
Το σκάφος της λύρας μπορεί να κατασκευαστεί με διάφορους τρόπους. Ένα σκάφος μπορεί να είναι σκαφτό (δηλαδή σκαμμένο μονοκόμματο ξύλο) ή με συγκόλληση μονοκόμματων επιφανειών (πλευρά, ράχη) ή με συγκόλληση πολλών μικρών τμημάτων διαφορετικών ξύλων (όπως πχ το ηχείο ενός μπουζουκιού). Η τελευταία μέθοδος ονομάζεται “τογράμαλὶ “.