Ο όρος «σύγχρονη κλασική μουσική» ή απλούστερα «σύγχρονη μουσική» χρησιμοποιείται διεθνώς για να προσδιορίσει την προοδευτική μουσική που δημιουργήθηκε μετά το 1920 .
Του Βασίλη Μπακοπουλου01.10.2013 • 08:00
Ο όρος «σύγχρονη κλασική μουσική» ή απλούστερα «σύγχρονη μουσική» χρησιμοποιείται διεθνώς για να προσδιορίσει την προοδευτική μουσική που δημιουργήθηκε μετά το 1920 (κατ άλλους μετά το 1945) στην κεντρική Ευρώπη και την Αμερική, σαν συνέχεια της κλασικής μουσικής του 18ου και της ρομαντικής μουσικής του 19ου αιώνα, από συνθέτες με βαθιά κλασική μόρφωση.
Σημειώνουμε εδώ ότι πολλοί Ελληνες συνθέτες ακολούθησαν (και εν πολλοίς συνεχίζουν να ακολουθούν) τις τάσεις της Κεντρικής Ευρώπης (κύρια της γερμανικής πρωτοπορίας), σε αντίθεση με τους Ρώσους, τους Ισπανούς, τους συνθέτες στη Λατινική Αμερική και άλλους, που δεν επηρεάστηκαν από αυτά τα κινήματα.
Γράφω αυτό το σημείωμα για να καταθέσω την άποψή μου σε μια προσπάθεια βελτίωσης της ακροαματικότητας της μουσικής αυτής στην Ελλάδα. Είναι νομίζω γεγονός ότι το ελληνικό κοινό αποφεύγει τις αίθουσες συναυλιών όταν παίζεται σύγχρονη μουσική και το ερώτημα είναι γιατί αυτή η απομάκρυνση.
Α. Πιστεύω ότι η μουσική αυτή, με κάποιες εξαιρέσεις, απλά δεν αρέσει στο κοινό. Και τούτο γιατί χρησιμοποιεί συνηχήσεις υπερβολικά διάφωνες χωρίς περιόδους ανάπαυσης. Εν πολλοίς, δεν έχει κατανοητή μελωδία, ευχάριστη αρμονία και καθαρά δομικά στοιχεία, τα δε συναισθήματα που αποπνέει στο κοινό είναι συνήθως αρνητικά, χαώδη, αγχωτικά.
Β. Οι Ελληνες συνθέτες, αξιολογότατοι και εξαιρετικά μορφωμένοι μουσικά οι περισσότεροι, προκειμένου να δημιουργήσουν πρωτότυπη μουσική, αγνοούν σκόπιμα την παράδοση των κλασικών συνθετών. Δημιουργούν έτσι δικές τους «γλώσσες» με δικούς τους κανόνες και τεχνικές, που είναι δυσνόητες και δυσπρόσιτες στο κοινό, άρα απωθητικές.
Γ. Τα έργα σύγχρονης μουσικής και οι δημιουργοί τους δεν προβάλλονται επαρκώς στο κοινό. Δεν γίνεται διαφήμιση, η δε ενημέρωση του κοινού από τα ΜΜΕ είναι πολύ περιορισμένη. Ετσι, το κοινό δεν γνωρίζει τους δημιουργούς και κατά συνέπεια δεν ενδιαφέρεται να πληρώσει για να γνωρίσει κάποιον που δεν γνωρίζει ήδη. Η ιδιωτική προβολή των συνθετών ή/και των εκτελεστών των έργων, αναγκαστικά, περιορίζεται στο Διαδίκτυο, ενέργεια που ελάχιστα βοηθά στην αναγνωρισιμότητα των συνθετών και στην προσέλευση του κοινού σε ζωντανές τους παραστάσεις. Οι δε ορχήστρες μας στα προγράμματα συναυλιών τους προβάλλουν κατά προτεραιότητα ξένους γνωστούς στο κοινό συνθέτες -προφανώς για λόγους μειωμένου ρίσκου επιτυχίας των συναυλιών- αφήνοντας τους Ελληνες ομολόγους τους στο περιθώριο. Ετσι όμως οι Ελληνες συνθέτες δεν θα γίνουν ποτέ γνωστοί στο κοινό, που δεν θα μπορέσει να μάθει και να αφομοιώσει τη μουσική τους.
Δ. Τα παιδιά αποφοιτούν από το σχολείο χωρίς να γνωρίζουν ούτε καν βασικά θέματα της ιστορίας της μουσικής. Ποιοι ήταν οι σπουδαίοι συνθέτες και ποια τα εκλεκτά τους έργα. Χωρίς να έχουν ακούσει έργα κλασικής μουσικής, χωρίς να τους έχουν εξηγήσει το περιεχόμενο έστω λίγων από αυτά. Και χωρίς να τους έχουν δώσει δείγματα γραφής της εκάστοτε «σύγχρονης κλασικής μουσικής».
Το τι μπορεί να γίνει για να γυρίσει το κοινό στις αίθουσες είναι νομίζω προφανές από τα παραπάνω: οι Ελληνες συνθέτες καλό θα ήταν να γράφουν πιο εύληπτη και όμορφη μουσική, αποφεύγοντας πρωτοτυπίες για την πρωτοτυπία. Κι ακόμη, θα πρέπει να βρουν τρόπους να προβάλουν οι ίδιοι το έργο τους σαν να πρόκειται για νέο προϊόν που θέλουν να πουλήσουν στην ελεύθερη αγορά.
Οι ορχήστρες και τα μικρότερα συγκροτήματα ας προσπαθήσουν να προβάλουν το έργο των πιο αξιόλογων Ελλήνων συνθετών, η δε πολιτεία θα πρέπει να εισαγάγει τη μουσική παιδεία στα σχολεία με το περιεχόμενο που αναφέραμε παραπάνω.
Ελπίζω κάτι από τα παραπάνω να φτάσει σε «ώτα ακουόντων».